αποπροσανατολισμός

αποπροσανατολισμός
ο συνειδητή ή ακούσια απομάκρυνση από τον ορθό προσανατολισμό, εκτροπή από τη σωστή κατεύθυνση («αποπροσανατολισμός της νεολαίας, του εργατικού κινήματος, της οικονομίας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποπροσανατολισμός — ο η απώλεια του προσανατολισμού, η ηθελημένη εξώθηση κάποιου (από κάποιον άλλο) να επικεντρώσει την προσοχή του σε κάτι το ασήμαντο: Η κυβέρνηση επιδιώκει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Ρ. αποπροσανατολίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”